- ζῳγράφῳ
- ζωγράφοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωγραφώ — [ζωγράφος] ζωγραφίζω … Dictionary of Greek
ζωγραφῶ — ζωγραφέω paint from life pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωγραφέω paint from life pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγράφω — ζώγραφος one who paints from life masc nom/voc/acc dual ζώγραφος one who paints from life masc gen sg (doric aeolic) ζωγράφος masc nom/voc/acc dual ζωγράφος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγράφῳ — ζώγραφος one who paints from life masc dat sg ζωγράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με … Dictionary of Greek
ζωγράφημα — το (Α ζωγράφημα) [ζωγραφώ] το αποτέλεσμα τού ζωγραφώ), ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής νεοελλ. η ενέργεια τού ζωγραφώ, το ζωγράφισμα … Dictionary of Greek
ζωγράφησις — ζωγράφησις, ή (Α) [ζωγραφώ] επιγρ. η ενέργεια τού ζωγραφώ, το ζωγράφισμα … Dictionary of Greek
αζωγράφητος — η, ο [ζωγραφώ] ο αζωγράφιστος … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek